Η προοπτική παραχώρησης του Μπίσεσβαρ άνοιξε στον ΠΑΟΚ έναν κύκλο συζήτησης. Είναι καλός ή κακός παίκτης; Κι αν είναι καλός τότε γιατί τον σπρώχνουν προς την έξοδο; Κι αν είναι κακός τότε γιατί τον έφεραν στην Τούμπα και τον κράτησαν ένα ολόκληρο χρόνο; Γιατί δεν τον άφησαν να φύγει με το τέλος της περσινής περιόδου;
Η κουβέντα είναι ατέρμονη. Ο Μπίσεσβαρ έχει φανατικούς φίλους κι το ίδιο αυστηρούς εχθρούς. Υπάρχουν εκείνοι που τον θεωρούν έναν από τους πιο ποιοτικούς παίκτες του πρωταθλήματος, ικανό να αλλάξει τη ροή ενός αγώνα, να δώσει φαντασία που δύσκολα βρίσκεται σήμερα, να στρέψει τα βλέμματα πάνω του.
Από την άλλη μεριά, είναι εκείνοι που τον θεωρούν αν όχι «χοντρούλη» σίγουρα με παραπανίσια κιλά, εξαιρετικά χαλαρό, χωρίς ικανότητα πρωταγωνιστή, αδύναμο να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός ανταγωνιστικού παιχνιδιού, χωρίς τρεξίματα και ικανότητα να σταθεί όρθιος στο physical game.
Η περίπτωση του μοιάζει με αυτό που λέγεται μισό ποτήρι. Αν θέλεις το βλέπεις μισογεμάτο, αν επιθυμείς το βλέπεις μισοάδειο. Κάπως έτσι είναι ο Μπίσεσβαρ. Για την Τούμπα, απέναντι σε θεωρητικά εύκολους αντιπάλους, ήταν ιδανικός. Όταν όμως οι απαιτήσεις ζητούσαν παίκτη ικανό να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, όπως για παράδειγμα αναμετρήσεις με δύσκολους αντιπάλους στην Ευρώπη ή στο πρωτάθλημα, τότε ο Ίβιτς έψαχνε κάτι διαφορετικό.
Πάντως παρουσιάζει ενδιαφέρον και η τοποθέτηση χθες στην εκπομπή του Βασίλη Μπορμπόκη που χαρακτήρισε απώλεια τυχόν παραχώρηση του Μπίσεσβαρ και εγκάλεσε το προπονητικό τιμ του ΠΑΟΚ, επειδή δεν κατάφερε να τον κάνει να χάσει κιλά και να το αξιοποιήσει με καλύτερο τρόπο. Πάντως σε κάθε περίπτωση θεώρησε ότι ο παίκτης δεν θα έπρεπε να παραχωρηθεί.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Ο Μπίσεσβαρ μέχρι προχθές αποτελούσε γρανάζι της απόφασης ότι ο κορμός ήταν δεδομένος και χρειαζόταν μια δυο προσθήκες. Αντί για προσθήκες όμως έχουμε αποχωρήσεις. Πότε οι υπεύθυνοι είχαν δίκιο; Τότε ή τώρα;