Αν θελήσεις να δεις και να ξαναδείς σε βίντεο τον αγώνα του ΠΑΟΚ με τον Αγιαξ, έχει νόημα, νομίζω, να αναζητήσεις απαντήσεις στο ερώτημα τι χωρίζει, αγωνιστικά, τις δύο ομάδες.
Η προφανής πρώτη απάντηση είναι ότι υπάρχει διαφορά στην ποιότητα των παικτών των δύο ομάδων, υπέρ του Αγιαξ φυσικά. Αλλά το ενδιαφέρον είναι σε ποιους παράγοντες οφείλεται αυτή διαφορά ποιότητας.
Ο Αγιαξ, λοιπόν, δεν είναι η ομάδα που σκορπάει εκατομμύρια για να αποκτήσει παίκτες, αλλά εισπράττει πολλά για τους παίκτες που είτε απέκτησε με λιγότερα είτε ανέδειξε ο ίδιος από τα σπλάχνα του. Μπορεί, δηλαδή, να δίνει 12 εκατομμύρια για τον Νέρες, αλλά τον μοσχοπουλάει είτε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που ήδη πρόσφερε 45, είτε σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Η μπορεί να δίνει άλλα 12 για να πάρει τον Ζίγιεκ από την Τβέντε, αλλά πιθανότατα τον πουλάει στη Λέστερ, όπως έχει πουλήσει τον Φαν Ντε Μπεκ στη Ρεάλ με 70, τον Ντε Λιχτ στη Γιουβέντους με 75 και τον Ντε Γιονγκ στην Μπαρτσελόνα με άλλα 75. Από τις πωλήσεις που ήδη έκανε φέτος έχει εισπράξει περισσότερα από 200 εκατομμύρια ευρώ. Μπορεί να φτάσει και στα 300. Και αυτό γίνεται σχεδόν κάθε χρόνο. Αλλη λογική, άλλη νοοτροπία, άλλη στρατηγική. Μιλάμε για επιστήμη. Μια επιστήμη πολύ μακριά ακόμη από τα ελληνικά δεδομένα ή τα δεδομένα του ΠΑΟΚ.
Από την άλλη πλευρά, όλοι αυτοί οι παίκτες, τόσο οι προερχόμενοι από άλλες ομάδες, όσο και αυτοί που προωθούνται από τις ακαδημίες-πρότυπο του Αγιαξ, είναι παίκτες με φοβερό ταλέντο, που έχουν εκπαιδευτεί άριστα και έχουν μπολιαστεί με μια συγκεκριμένη αγωνιστική φιλοσοφία. Είναι όλοι ταχείς, είναι όλοι δεξιοτέχνες, είναι ικανοί να προσαρμόζονται σε ό,τι ζητήσει ο προπονητής τους, έχουν άριστη φυσική κατάσταση, έχουν αυτό που με δύο λέξεις ονομάζουμε υψηλή ποιότητα. Και έχουν υψηλή ποιότητα διότι ποιοτικό είναι το εργοστάσιο που τους παρήγαγε. Εννοείται ότι τέτοιου είδους δουλειά, τέτοιου είδους παραγωγή δεν γίνεται ούτε στον ΠΑΟΚ ούτε σε καμία άλλη ελληνική ομάδα.
Με τη χρηματιστηριακή αξία του Αγιαξ στα 342 εκατομμύρια και του ΠΑΟΚ στα 50, τα λόγια περιττεύουν και οι συγκρίσεις είναι μάταιες. Ο ΠΑΟΚ δεν είναι σε θέση ακόμη να δημιουργεί μεγάλη υπεραξία παικτών, έτσι ώστε πάντα να ξοδεύει για παίκτες λιγότερα από αυτά που εισπράττει. Το ρεκόρ εισπράξεων από πώληση παίκτη είναι τα 10 εκατομμύρια ευρώ από τον Πρίγιοβιτς. Μόλις το 1/7 μιας πώλησης παίκτη του Αγιαξ. Αρα ο ΠΑΟΚ δεν είναι σε θέση ακόμη να αγοράσει τους πραγματικά μεγάλους παίκτες, ξοδεύοντας έστω 10 ή 15 εκατομμύρια για τον καθένα, ούτε να αναδείξει άλλους μεγάλους παίκτες από τις δικές του ακαδημίες, που απέχουν ακόμη πολύ από το μοιάζουν με του Αγιαξ.
Λέμε ότι το χρήμα δεν παίζει μπάλα, αλλά στην πραγματικότητα παίζει. Διότι το χρήμα είναι το μόνο που μπορεί να εξασφαλίσει την ποιότητα στο ρόστερ μιας ομάδας, όταν αυτή η ομάδα δεν έχει βρει τον τρόπο να παράγει δικά της προιόντα, για να τα εκμεταλλεύεται πρώτα αγωνιστικά και ύστερα οικονομικά μοσχοπουλώντας τα. Είναι, λοιπόν, λογικό ο Αγιαξ να απέχει πολύ από τον ΠΑΟΚ, διότι υπερτερεί θεαματικά και στους δύο τομείς. Εχει μεγαλύτερη οικονομική άνεση χάρη στις εισπράξεις του (και) από πωλήσεις παικτών, έχει και τη δυνατότητα να παράγει συνεχώς δικά του πολύτιμα προιόντα.
Ολα αυτά σημαίνουν προφανώς ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τον ΠΑΟΚ με τον Αγιαξ, δεν σημαίνουν όμως απαραίτητα και ότι δεν μπορεί να γίνει και η έκπληξη σε μία διπλή αναμέτρηση μεταξύ των δύο ομάδων. Στο ματς της Τούμπας οι συγκυρίες δεν βοήθησαν τον ΠΑΟΚ. Ο Αγιαξ ήταν ανώτερος στα 2/3 του αγώνα, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να κερδίσει ο ΠΑΟΚ αν απέφευγε τα δύο “χαζά” γκολ από τη στιγμή που ο Αγιαξ δεν κατάφερε να πετύχει “κανονικά” γκολ στις άλλες ευκαιρίες που δημιούργησε. Αν λίγο βοηθήσουν οι συγκυρίες στο Αμστερνταμ τον ΠΑΟΚ κι αν καταφέρει να κρατήσει ανέπαφη την εστία του όλα γίνονται. Οπως έγιναν με την Αρσεναλ, την Τότεναμ και τη Φιορεντίνα. Γιατί όχι; Δεν μιλάμε για μαραθώνιο Πρωταθλήματος στον οποίο κανείς ΠΑΟΚ δεν μπορεί να ξεπεράσει κανέναν Αγιαξ. Μιλάμε μόνο για 90 λεπτά.
Από την έντυπη έκδοση της Metrosport