Εχω βαρεθεί τα τριάντα τελευταία χρόνια να ακούω για την… μηδενική ανοχή στη βία. Το λένε οι εκάστοτε υπουργοί Δημόσιας Τάξης, οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την αντιμετώπιση κάθε φαινομένου βίας, το λένε οι υφυπουργοί Αθλητισμού που εμπλέκονται, αν και δεν έχουν την αποφασιστική αρμοδιότητα, στο κομμάτι της αθλητικής βίας.
Θα μου επιτρέψετε να πω ότι όλα όσα λένε –διαχρονικά και όχι μόνο τα τελευταία χρόνια- είναι λόγια και μόνο λόγια. Και αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος ότι είναι μόνο λόγια, διότι το φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται αλλά ολοένα και μεγεθύνεται.
Διότι, μην μου πείτε ότι σε περίπτωση κατά την οποία η μηδενική ανοχή στη βία είχε εφαρμογή στην πράξη πως θα τολμούσαν αυτοί οι αληταράδες να προκαλέσουν αυτές τις τρομερές σκηνές βίας στου Ρέντη, την ώρα του αγώνα Ολυμπιακός-Μπάγερν Μονάχου για το UEFA YOUTH LEAGUE, στις κερκίδες και στον αγωνιστικό χώρο;
Μην μου πείτε ότι θα διανοούνταν αυτοί οι τύποι –και άλλοι σαν κι αυτούς, που πρωταγωνιστούν σε αντίστοιχα φαινόμενα ντροπής για τον ελληνικό αθλητισμό και τον πολιτισμό, βεβαίως- να σουλατσάρουν με όλη τους την άνεση, να χτυπούν και να τρομοκρατούν, αν ήξεραν ότι έχουν απέναντί τους μιας Πολιτεία η οποία λαμβάνει σοβαρά μέτρα και αργά ή γρήγορα θα τους καθίσει στο σκαμνί και θα τους τιμωρήσει παραδειγματικά.
Τα κάνουν, λοιπόν, γιατί ξέρουν ότι ουδείς σ’ αυτή τη χώρα ασχολείται σοβαρά με την αντιμετώπιση της αθλητικής βίας, ότι ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις τέτοιου είδους τραμπούκων οι οποίες φτάνουν στα δικαστήρια και, μάλιστα, τυχαίνει να τους υπερασπίζονται δικηγόροι των ομάδων.
Σε ό,τι με αφορά, και δεν θα κουραστώ να το λέω, το συμπέρασμα είναι ότι ούτε η Πολιτεία, ούτε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο θέλουν πραγματικά να διώξουν την βία από τα γήπεδα, ούτε αυτή που εκδηλώνεται εκτός γηπέδων και συνδέεται ξεκάθαρα με τον αθλητισμό.